- λεσχώδης
- λεσχώδης, ες,A given to scandal, Vett.Val.in Cat.Cod.Astr.8(1).169.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λεσχώδης — λεσχώδης, ῶδες (Α) [λέσχη] αυτός που προκαλεί σκάνδαλα με τα λόγια του, που δυσφημεί, που κακολογεί … Dictionary of Greek
λέσχη — Ίδρυμα προορισμένο για την επιδίωξη πολιτικών ή κοινωνικών σκοπών, ή για την ψυχαγωγία ατόμων με τα ίδια ενδιαφέροντα, καθώς και το εντευκτήριο του ιδρύματος αυτού. Ιστορία. Η λ. στην αρχαία Ελλάδα ήταν ένα δημόσιο οίκημα με ελεύθερη είσοδο. Στην … Dictionary of Greek